Tuesday 17 April 2007

συντροφια με τον Φ.Γ. Λορκα


αφορμη για την πρωτη επαφη με τον ποιητη και το εργο του ηταν ενας παλιος δισκος της μητερας μου οπου ο Πουλοπουλος τραγουδουσε μελοποιημενη ποιηση του Φεντερικο Γκαρσια Λορκα (12 τραγουδια του F.G. Lorca, στιχουργος/ελευθερη αποδοση: λευτερης παπαδοπουλος & συνθετης: γιαννης γλεζος, 1969). ενας δισκος που μαζι με καποιους αλλους, όπως η «11η εντολη» της νανας μουσχουρη επαιζε συνεχεια στο σπιτι μου.

εκει ακουσα πρωτη φορα για τη λολα που τραγουδαει («το μπαλκονι», δειτε τη λολα που τραγουδαει, και τη χαιδευουν μεντα και βασιλικος, ναι, ειν’ η λολα, που ωρες τωρα καθρεφτιζοταν μεσα στα νερα)... εκει εμαθα πως από ερωτα πεθαινουν τα κλαρια («από ερωτα πεθαινουν τα κλαρια», η νύχτα στέκει μουσκεμένη μεσα στου ποταμιου τις οχθες και στα στηθια της Λολιτας, από ερωτα πεθαινουν τα κλαρια)… εκει πρωτογνωρισα την Κορδοβα («κορδοβα», μεσα από τον καμπο, μεσα από τον ανεμο, πουλαρι μαυρο, φεγγαρι κοκκινο, ο θανατος με παραμονευει από τους πυργους της Κορντοβας), τον ποταμο Γουαλδακιβιρ που περναει από πορτοκαλιες και από λιοδενδρα («ο ποταμος γουαλδακιβιρ», ο ποταμος Γουαλδακιβιρ περναει από πορτοκαλιες και από λιοδενδρα τα δυο ποταμια της Γραναδας τρεχουν από το χιονι στο σιταρι. Αχ η αγαπη που παει, παει με τον αγερα. Αχ η αγαπη που παει και πισω δεν γυρνα). με τους στιχους του ονειρευτηκα το πρωτο μου φιλι που ‘χε φιλιου τη γευση («το πρωτο φιλι», και το φιλι το πρωτο, που ‘χε φιλιου τη γευση και ηταν δροσερη βροχη. Στα παιδικα μου χειλη να είναι ταχα μεσα σου, μεσα σου μαυρη νυχτα;) και τελος τον αποχαιρετισμο μου («αποχαιρετισμος», αν πεθανω ασε το μπαλκονι ανοιχτο. τρωει πορτοκαλια το παιδι, απ’ το μπαλκονι μου το βλεπω. Θεριζει ο θεριστης τα σταχυα, από το μπαλκονι τον ακουω, αν πεθανω, ασε το μπαλκονι ανοιχτο).

αργοτερα μου δωθηκε η ευκαιρια να τον γνωρισω μεσα και από τον πεζο του λογο όταν με το σχολειο μας πηγαν σε μια θεατρικη παρασταση του «ματωμενος γαμος». ημουν όμως μολις 14 και δεν ειχα μυαλο για σχολικη θεατρικη παρασταση… ετσι λοιπον από αυτή την εκδρομη δεν θυμαμαι απολυτως τιποτα… απλα εμαθα πως ο λορκα δεν εχει γραψει μονο ποιηση.

μεγαλωνοντας και εχοντας καποιους στιχους του στο μυαλο μου εψαξα να βρω εικονες από την κορδοβα (το διαδικτυο τοτε, 1994, ηταν σε εμβρυακο σταδιο – και στην ελλαδα ανυπαρκτο)… ετσι λοιπον πηγα σε ένα τουριστικο πρακτορειο και πηρα κατι διαφημιστικα φυλλαδια για ολη την περιοχη της Ανδαλουσιας. ενθουσιαστηκα από τις εικονες που ειδα.. από τα χρωματα, τις πορτοκαλιες, τον ηλιο που δυει, το καστρο, κλπ… ορκιστηκα στον εαυτο μου πως καποια στιγμη θα την επισκεφθω αυτή την περιοχη. κορδοβα και γραναδα.

αξιζει να ασχοληθει καποιος/α με το εργο του Λορκα (εστω και απο απλη περιεργεια).


συντομο βιογραφικο (http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=725):

Γεννήθηκε στο Φουέντε Βακέρος, το 1898. Ο πατέρας του ήταν αγρότης κι η μητέρα του δασκάλα και πρώτη του δασκάλα στο πιάνο. Φοίτησε σε σχολείο Ιησουϊτών στη Γρανάδα και μετά από πιέσεις του πατέρα του, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γρανάδα, την οποίαν όμως εγκατέλειψε σύντομα, για ν' ασχοληθεί με λογοτεχνία, μουσική και ζωγραφική.
Το 1919, εγκαθίσταται στη Φοιτητική Κατοικία Πανεπιστημίου Μαδρίτης, που τότε ήτανε σαν ανοιχτό πανεπιστήμιο, πολιτιστικό κέντρο, της ισπανικής πρωτεύουσας. Εκεί θα συναντήσει τον Σ. Νταλί
, τον Λ. Μπουνιουέλ, τον ποιητή Αλμπέρτι και τον Χιμένεθ. Την ίδια περίοδο συνθέτει τα πρώτα του ποιήματα που κυκλοφορούνε το 1921, με τίτλο:"Βιβλίο Ποιημάτων". Λίγο νωρίτερα, το 1918, είχε δημοσιεύσει το έργο: "Εντυπώσεις & Τοπία" περιδιαβαίνοντας τη Καστίλη.

Το 1922, συνεργάζεται με τον συνθέτη Μ. ντε Φάγια στο Φεστιβάλ Λαϊκης Μουσικής, στη Γρανάδα. Στις παραδόσεις της λαϊκής και τσιγγάνικης μουσικής, πίστευει πως βρίσκει τη βάση των ποιητικών και πνευματικών του ενορμήσεων. Δημιούργημα του τότε είναι το "Ποίημα Του Κάντε Χόντο" λαϊκό τραγούδι της Ανδαλουσίας*, που τραγουδιέται απο τσιγγάνους με συνoδεία κιθάρας και λίγο αργότερα, το 1924, ξεκινά να γράφει το "Ρομανθέρο Χιτάνο"** που το τελειώνει το 1927. Μια σύνθεση 18 ποιημάτων με σταθερή στιχουργική μορφή, έκφραση μιας απο τις αρχαϊκότερες μορφές ισπανικής ποίησης. Την ίδια περίοδο συνθέτει και την "Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί" ενώ παράλληλα γράφει το θεατρικό έργο: "Μαριάνα Πινέδα", που πρωτοπαίζεται στη Βαρκελώνη, την ίδια χρονιά, σε σκηνογραφία Νταλί και σημειώνει επιτυχία.

Τα έτη 1929-30, ανήσυχος ων, αναζητεί νέες πηγές έμπνευσης και ταξιδεύει στις ΗΠΑ και στη Κούβα. Αποτέλεσμα το, "Ένας Ποιητής Στη Νέα Υόρκη". Επιστρέφει στην Ισπανία το 1931 και συνθέτει το "Ντιβάνι Της Ταμαρίτ", ενώ παράλληλα δουλεύει κι έργα για το Κουκλοθέατρο. Εκεί δείχνει ξεκάθαρα πως επιλέγει ως κύρια ενασχόλησή του, τη συγγραφή θεατρικών και τα 3 τελευταία χρόνια της ζωής του συνθέτει τις κορυφαίες του δημιουργίες: "Το Σπίτι Της Μπερνάρντα 'Αλμπα", "Ματωμένος Γάμος", "Γέρμα", τραγωδίες με θέμα τη κοινωνική καταπίεση κι έκδηλο τ' ανθρώπινο στοιχείο και το ποίημα, "Θρήνος Για Τον Ιγκνάθιο Σάντσεθ Μεχίας".

Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, συστήνει θεατρική ομάδα, τη "La Barroca" που με τη βοήθεια του Υπουργείου Παιδείας δίνει παραστάσεις κλασσικών έργων σε χώρους εργατών κι αγροτικές περιοχές. Το 1936 υποδέχεται τον Αλμπέρτι, καθώς επέστρεψε από τη Μόσχα. Συντάσσει μια διακήρυξη συγγραφέων κατά του φασισμού κι ετοιμάζεται να γράψει μια σειρά σκηνών με μορφή επιθεώρησης μα τον Ιούλιο, ξεσπά ο Εμφύλιος κι απλώνεται γοργά. Στις 19 Αυγούστου οι φασίστες Φρανκιστές, τον εκτελούνε κάπου στη Γρανάδα. Ο Τάφος του δε βρέθηκε ποτέ.


Ήταν μόλις 38
ετών. 'Αλλα έργα του επίσης ήτανε: "Τα Μάγια Της Πεταλούδας" 1925, "Τα Πρώτα Τραγούδια" 1926, "Τραγούδια" 1927, "Δόκτωρ Περλιμπλίν & Μπελίσα" (Οι Φασουλήδες Του Κατσιπόρρα) 1928.





Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί

Ένα ρόδο στον έξοχο κήπο που επιθυμείς.
Μια ρόδα με τη καθαρή σύνταξη του χάλυβα.
Γυμνωμένο το όρος από ιμπρεσσιονιστική αχλύ.
Οι γκρίζοι τόνοι που ανερευνούν τους τελευταίους φράχτες.

Στα λευκά τους ατελιέ οι μοντέρνοι ζωγράφοι,
κόβουν τον αποστειρωμένο ανθό από τη τετράγωνη ρίζα.
Στου Σηκουάνα τα νερά μαρμάρινο παγόβουνο
παγώνει τα παράθυρα και διώχνει τους κισσούς.

Ο άντρας με βήμα σταθερό βαδίζει στο πλακόστρωτο.
Οι βιτρίνες κλέβουν τη μαγεία του αντικατοπτρισμού.
Η Κυβέρνηση έκλεισε τ' αρωματοπωλεία.
Η μηχανή διαιωνίζει τη παλινδρομική της κίνηση.

Μια απουσία από δάση, παραβάν και ματόκλαδα
πλανιέται πάνω στις ταράτσες των παλαιών σπιτιών.
Ο αγέρας στιλβώνει το πρίσμα του πάνω στη θάλασσα
κι ο ορίζοντας υψώνεται σα μεγάλη υδρορροή.

Ναυτικοί που αγνοούν το κρασί και το ημίφως,
αποκεφαλίζουν τις σειρήνες στις μολυβένιες θάλασσες.
Η Νύχτα, μαύρο μνημείο της σύνεσης, κρατά
το στρογγυλό καθρέφτη της σελήνης μες τη χούφτα.

Μια επιθυμία μας διακατέχει για μορφές, για όρια.
Να ο άντρας που βλέπει μ' ένα κίτρινο μέτρο.
Η Αφροδίτη είναι μια λευκή νεκρή φύση
κι οι πεταλουδοσυλλέκτες χάνονται.

Το Καντακές στη κόψη του νερού και του λόφου,
υψώνει αναβαθμίδες και κρύβει όστρακα.
Οι ξύλινες φλογέρες ειρηνεύουν τον αγέρα.
Ένας γέρων Θεός των Δασών, δίνει καρπούς στα παιδιά.

Οι ψαράδες του, αποκαμωμένοι, κοιμούνται βαριά πάνω στην άμμο.
Στ' ανοιχτό πέλαγος έχουνε για πυξίδα ένα ρόδο.
Παρθένος ο ορίζοντας από πληγωμένα μαντήλια,
ενώνει τις γυαλισμένες επιφάνειες του ψαριού και της σελήνης.

Κολλαριστό στέμμα από λευκά πανιά,
ζώνει πικρά μέτωπα και μαλλιά της άμμου.
Οι Σειρήνες πείθουνε χωρίς να επιβάλλουν
και φανερώνονται μόλις τους δείξουμε ένα ποτήρι γλυκό νερό.

Ω! Σαλβαντόρ Νταλί, με τη φωνή τη λιόχρωμη!
Δεν επαινώ την ατελή νεανική σου πινελιά,
ούτε το χρώμα σου που δε ξεφεύγει από το χρώμα του καιρού σου,
αλλά υμνώ την αγωνία σου, περιορισμένε αιώνιε!

Υγιεινή ψυχή, ζεις πάνω σε νέα μάρμαρα.
Αποφεύγεις το σκοτεινό δάσος των απίστευτων μορφών.
Η φαντασία σου φτάνει όπου φτάνουνε τα χέρια σου
κι εσύ απολαμβάνεις το σονέτο της θάλασσας, στο παράθυρό σου.

Ο κόσμος είν' άλαλα σκότη κι αταξία,
στα πρώτα όρια που συναντά ο άνθρωπος.
Όμως, τ' αστέρια κιόλας κρύβοντας τα τοπία,
τονίζουνε το τέλειο σχήμα της τροχιάς τους.

Η ροή του χρόνου τακτοποιείται και συγκροτείται
σε αριθμητικές μορφές του ενός αιώνα και του άλλου.
Κι ο Θάνατος ηττημένος καταφεύγει τρέμοντας
στο στενό κύκλο της παρούσας στιγμής.

Παίρνοντας τη παλέτα σου, τρύπια από βόλι στη μια άκρη,
ψάχνεις το φως που ζωντανεύει τη κούπα από ξύλο ελιάς.
Μεγάλο φως της Αθηνάς της δομήτορος,
φως όπου μήτε το όνειρο μήτε η ανακριβής χλωρίδα του, έχουν θέση.

Ψάχνεις το αρχαίο φως που αναπαύεται στο μέτωπο
χωρίς να κατεβαίνει προς το στόμα ή τη καρδιά του ανθρώπου.
Φως που φοβίζει τα οδυνηρά αμπέλια του Βάκχου
και την άτακτη δύναμη που κρύβει το νερό που κατρακυλά.

Έχεις δίκιο να φωτίζεις με φλογοειδείς ταινίες,
το σκοτεινό όριο που λάμπει τη νύχτα.
Σα ζωγράφος δε θέλεις να κάνεις μαλθακή τη μορφή
με το μεταβλητό βαμβάκι κάποιου απρόβλεπτου νέφους.

Το ψάρι στο ενυδρείο και το πουλάκι στο κλουβί.
Δε θέλεις να τα φανταστείς στη θάλασσα ή στον αγέρα.
Παρατηρείς προσεκτικά με τίμιο βλέμμα κι έπειτα
στυλιζάρεις ή αντιγράφεις τα ευκίνητα κορμάκια τους.

Αγαπάς τη προσδιορισμένη και σαφή ύλη
όπου το μανιτάρι δε μπορεί να στήσει τη τέντα του.
Αγαπάς την αρχιτεκτονική που χτίζει στο κενό
και παίρνεις τη σημαία για έναν απλό αστεϊσμό.

Ο ατσάλινος διαβήτης ρυθμίζει τον βραχύ ελαστικό του στίχο.
Η σφαίρα κιόλας απαρνιέται τ' άγνωστα νησιά.
Η ευθεία εκφράζει τη κατακόρυφη προσπάθειά της
κι οι σοφοί κρύσταλλοι υμνούν τη γεωμετρία τους.

Αλλά ακόμα και το ρόδο του κήπου όπου ζεις.
Πάντα το ρόδο, πάντα, βόρεια και νότια από μας!
Ήρεμο κι αυτοσυγκεντρωμένο σα το τυφλό το άγαλμα,
που αγνοεί τις υπόγειες προσπάθειες που προκαλεί.

Ρόδο αγνό που καθαρό από τεχνάσματα και σκίτσα,
μας ανοίγει τα φροντισμένα φτερά του χαμόγελου.
(Πεταλούδα καρφιτσωμένη που αναπολεί το πέταγμά της.)
Ρόδο της ισορροπίας χωρίς ηθελημένους πόνους. Πάντα το ρόδο!

Ω! Σαλβαντόρ Νταλί, με τη φωνή τη λιόχρωμη!
Μιλώ για όσα μου λεν το πρόσωπο κι οι πίνακές σου.
Δεν επαινώ την ατελή νεανική σου πινελιά,
αλλά υμνώ τη τέλεια κατεύθυνση του βέλους σου.

Υμνώ την όμορφη προσπάθειά σου από κατάλανικα φώτα,
την αγάπη σου για κάθε τι που έχει μια δυνατή εξήγηση.
Υμνώ την αστρονομική και τρυφερή καρδιά σου,
τη καρδιά σου, της τράπουλας, την αλώβητη καρδιά σου.

Υμνώ το άγχος του μνημείου που κυνηγάς αδιάκοπα,
το φόβο της συγκίνησης που σε καρτερά στο σοκάκι.
Υμνώ τη μικρή σειρήνα του πελάγους που σου τραγουδά,
ανεβασμένη σ' ένα ποδήλατο από κοράλια και κοχύλια.

Μα πάνω απ' όλα υπνώ μια κοινή σκέψη
που μας ενώνει τις μαύρες και χρυσαφένιες ώρες.
Δεν είναι η Τέχνη το φως που μας τυφλώνει τα μάτια.
Πρώτα είναι η αγάπη, η φιλία κι η μονομαχία.

Πριν από τον πίνακα που υπομονετικά σχεδιάζεις,
πριν από τον κόρφο της Τερέζας, με το περίβλημα της αϋπνίας,
πριν από τη σφιγμένη μέση της αχάριστης Ματθίλδης,
έρχεται, πάνω απ' όλα, η φιλία μας ζωγραφισμένη, σα το παιχνίδι της χήνας.

Δαχτυλογραφικά αποτυπώματα από αίμα πάνω στο χρυσό,
ραγίζουν τη καρδιά της Καταλωνίας, της αιώνιας.
Αστέρια σα γροθιές, δίχως τον γύπα, σε φωτίζουν,
όσο η ζωή κι η ζωγραφική σου ανθίζουν.

Μη κοιτάς τη κλεψύδρα με τις μεμβράνινες φτερούγες,
ούτε το αλύγιστο δρεπάνι των αλληγοριών.
Ντύσε και ξέντυσε το πινέλο σου πάντα στον αγέρα,
μπροστά στη θάλασσα που βρίθει από πλοία και ναυτικούς.


ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ
(Μετάφραση Βας. Λαλιώτης)

Το ξημέρωμα της Νέας Υόρκης έχει
τέσσερις κολόνες από λάσπη
κι έναν τυφώνα από μαύρα περιστέρια
που αναταράζουνε τα σάπια τα νερά.
Το ξημέρωμα της Νέας Υόρκης στενάζει
στ' απέραντα κλιμακοστάσια
ψάχνοντας μέσα απ' τις γωνίες
νάρδους από σχεδιασμένη αγωνία.
Το ξημέρωμα φτάνει και κανείς δεν το παίρνει στο στόμα του
γιατί εκεί δεν έχει αύριο και δυνατότητα ελπίδας:
Κι είναι φορές που τα νομίσματα σε σμήνη αγριεμένα
τρομάζουν και σπαράζουνε παιδιά εγκαταλειμμένα.
Οι πρώτοι που βγαίνουνε νιώθουνε με τα κόκαλά τους
πως δε θα βρούν παράδεισο ούτε έρωτες ξεφυλλισμένους:
ξέρουν πως πάνε σ' ένα βόρβορο από αριθμούς και νόμους,
σε άτεχνα παιχνίδια,σ' άκαρπους ιδρώτες.
Το φως είναι θαμμένο από αλυσίδες και θορύβους
σε μιάν άσεμνη πρόκληση μιάς γνώμης δίχως ρίζες.
Στις συνοικίες είναι άνθρωποι που τουρτουρίζουν άυπνοι
σαν να γλιτώσαν μόλις από ένα ναυάγιο αίματος.


τελος ενα ποιημα του
ποιητη Μανολη Αναγωνστακη για τον Λορκα:

ΓΑΖΕΛΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Θέλω να κοιμηθώ σα μήλο της μηλιάς
να ξεμακρύνω από την τύρβη των κοιμητηριών,
θέλω να κοιμηθώ τον ύπνο εκείνου του παιδιού
που ήθελε να κόψει την καρδιά του στις πλατιές θάλασσες.
Δε θέλω να μου ξαναπούν πως οι νεκροί δε χάνουν αίμα,
πως το σάπιο στόμα ζητάει ολοένα νερό.
Δε θέλω να μάθω για τα μαρτύρια της χλόης,
μήτε για το φεγγάρι που έχει στόμα σερπετού
και δουλεύει πριν έρθει η αυγή.
Θέλω να κοιμηθώ λιγάκι,
λιγάκι, ένα λεπτό, έναν αιώνα,
αλλά να μάθουν όλοι πως δεν πέθανα
πως κούπα χρυσαφιού στα χείλια μου έχω
πως είμαι ο μικρός φίλος του Δυτικού ανέμου
πως είμαι των δακρύων μου η απέραντη σκιά.
Σκέπασέ μ’ ένα τούλι την αυτή
γιατί θα μου πετάξει χούφτες τα μερμύγκια ο θάνατος
και τα ποδήματά μου θα μουσκέψει με σκληρό νερό
για να γλιστράνε οι δαγκάνες του σκορπιού του.
Γιατί θέλω να κοιμηθώ των μήλων τον ύπνο,
για να μάθω κάποιο θρήνο που θα με καθάρει από το χώμα
γιατί θέλω να ζήσω μ΄εκείνο το παιδί το σκοτεινό
που ήθελε στ΄ανοιχτά νερά να κόψει την καρδιά του Φ. Λόρκα!!


και τελος το ποιημα του Νικου Καββαδια "
Federico Garcia Lorca".

08 Frederico.mp3

Federico Garcia Lorca

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ' αχαμνά του.

Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο - πορεία προς το Βοριά.
Τράβα μπροστά -ξοπίσω εμείς- και μη σε μέλλει.

Κάτου απ' τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.

Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κ' ίσα έν' αντρίκιο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ' το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
μέσ' απ' τα διψασμένα της χωράφια τ' ανοιχτά.

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό ν' ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.



1 comment:

Anonymous said...

Tα χέρια μου αν μπορουσαν να μαδήσουν

Τ' όνομά σου προφέρω
μες στις σκοτεινές νύχτες,
σαν έρχονται τ' αστέρια
να πιούνε στο φεγγάρι
και τα κλαδιά κοιμούνται
των κούφιων φυλλωμάτων.
Νιώθω, μ' έχει κοιλώσει
η μουσική και το πάθος.
Ρολόι τρελό, που ψάλει
ώρες νεκρές, αρχαίες.

Τ' όνομά σου προφέρω
τη σκοτεινή τούτη νύχτα
και μου ηχεί τ' όνομά σου
μακρινό όσο ποτέ.
Μακρινότερο απ' όλα
τ' άστρα και θρηνώδες
κι από βροχή γαλήνια.

Θα σε θέλω, όπως τότε,
καμιά φορά; Ποιό λάθος
έχει η καρδιά μου κάνει;
Αν διαλύεται η καταχνιά,
άραγε, ποιο άλλο πάθος
με περιμένει; Θα 'ναι
ήρεμο κι αγνό, τάχα;
Αχ, αν τα δάχτυλά μου
μπορούσαν να μαδήσουν
ετούτο το φεγγάρι !