Sunday 29 April 2007

στην πολη...



η φωνή του Gill Scott-Heron να μου τραγουδά πως παραλίγο να χάσουμε το Detroit


But no one stopped to think about the people
or how they would survive,
and we almost lost Detroit
this time.


και εγώ να αναρωτιέμαι πως χάσαμε την Αθήνα… πως μας την πήραν οι πολυκατοικίες, τα αυτοκίνητα, τα κακόγουστα κτήρια, οι αγενείς άνθρωποι, ο χρόνος που περνά (τι κι αν πάντα πίστευα πως ο χρόνος δεν υπάρχει… πως μόνο τα ρολόγια υπάρχουν… αυτό όμως δεν τον σταμάτησε ποτέ), τα φώτα της πόλης, τα λεωφορεία, τα ταξί…

πρωί, και έχω αργήσει… μπαίνω στο λεωφορείο για να κατεβώ στην κοντινότερη στάση του μετρό. στα αυτιά μου λέξεις από στέρεο νόβα


Ο φίλος μου κι εγώ διασχίζαμε προάστια
η διαδρομή μεγάλωνε, το μυαλό μου καιγότανε
σε μια στάση κάποιος μπήκε και ζητούσε χρήματα
έξω απ' το παράθυρο το φεγγάρι κρεμόταν στα σύρματα
καθενός το στόμα πάντα ψάχνει για τις λέξεις
κι εσύ σκέφτεσαι από μέσα σου πως θέλεις να τρέξεις


κι όντως… θέλω να κατεβώ στην πρώτη στάση και να αρχίσω να τρέχω… δεν έχω κάπου να πάω… απλά να τρέξω… να φύγω από εδώ. θέλω να σου πω πως πρέπει να τρέξεις και εσύ… αλλά με τι αφορμή; εκεί που εγώ τρέχω εσύ περπατάς βαριεστημένα… και εκεί που εσύ τρέχεις, εγώ έχω μείνει πίσω.


αν κλέβαμε το Βόλβο απ' την άλλη άκρη του δρόμου
θα 'φευγες μαζί μου μέχρι το τέλος του κόσμου;


κατεβαίνω στη στάση και ψάχνω για ψηλά. τα βάζω στο μηχάνημα και παίρνω το εισιτήριο… νέα διαδρομή, υπόγεια αυτή τη φορά… το φως του ήλιου δεν φτάνει ως εδώ… και ξεκινώ την περιπλάνηση μου στο σκοτάδι.


Οι έρημες πόλεις, τα φώτα που σβήνουν
σαν γέροι που ‘κλείσαν τα μάτια και πίνουν
και συ να γερνάς μες της λήθης το ψέμα
κουφάρι απόγνωσης στου ήλιου το γέρμα.


μπαίνω στο βαγόνι που σταματά ακριβώς μπροστά μου (πάντα σταματά ένα βαγόνι εκεί ακριβώς που στέκομαι). μπαίνω στη νέα πραγματικότητα. σε αυτή που θα με συντροφεύει για τα επόμενα 8 λεπτά… επόμενος σταθμός Κατεχάκη. φάτσες απορημένες, χαμογελαστές, κουρασμένες, ταλαιπωρημένες, ερωτευμένες, αγριεμένες, μπερδεμένες… μια από αυτές είμαι και εγώ… μπερδεμένος…


Κλόουν την Τετάρτη, την Κυριακή νεκρός.


και όχι αναγκαστικά με αυτή τη σειρά…κατεβαίνω στο Σύνταγμα… το βήμα μου γοργό… πιο χαλαρό… αδύναμο… σταματώ. κοιτάω άσους/ες περνούν δίπλα μου, όσους/ες είναι μπροστά μου, όσους/ες έτυχε να είναι πίσω μου. τρίβω τα μάτια μου μήπως και αυτή η μαγική εικόνα χαθεί από μπροστά μου… σκέψου, λέω από μέσα μου, να ανοίξω τα μάτια μου και να βρεθώ να κολυμπώ σε καταγάλανα νερά… [...] στα όνειρα μου, το ιδανικό έχει συχνά τη μορφή της θάλασσας. ανοίγω τα μάτια μου. ακόμα είμαι στο μετρό… τα κύματα της ανθρωποθάλασσας θεριεύουν και αρχίζουν να με πνίγουν.


μεταβολή.

ψάχνω στη τσέπη μου για ψηλά. 1 ευρώ… 1 εισιτήριο και 20 λεπτά ρέστα. το ακυρώνω. και κατεβαίνω τις σκάλες. σε 5 λεπτά θα είμαι στο τρένο και θα επιστρέφω. μπαίνω στο βαγόνι. καμία σκέψη. δεν παρατηρώ τίποτα. ανυπομονώ να κατεβώ. φτάνω στην εθνική άμυνα. ανεβαίνω τις σκάλες… το πρόσωπο μου αρχίζει και αναστατώνεται… το αγγίζουν τα πρώτα χάδια του καθαρού δροσερού αέρα… αφήνομαι να ερωτοτροπήσω μαζί του. το γαλάζιο του ουρανού αρχίζει να φαίνεται όσο προχωρούν οι κυλιόμενες σκάλες προς την επιφάνεια. τώρα πια όχι μόνο αναπνέω την ελευθερία, την κοιτώ και κατάματα. έρχονται στο μυαλό μου τα λόγια του Αγγελάκα.


ποιος καίγεται απόψε και μύρισε η πόλη αγάπη;


Εγώ.

No comments: