Thursday 7 August 2008

ρόδον το αμάραντον.

ζω σε ένα κουτί… με μια κουζίνα, μπάνιο, υπνοδωμάτιο, σαλόνι, μια βεράντα… σε ένα κουτί. και από το παράθυρο μου βλέπω μια αλάνα… μια αλάνα γεμάτη παιδιά… αγόρια και κορίτσια.

κορίτσια που δεν δέχθηκαν ποτέ ένα τρυφερό χάδι και άλλα που όλοι και όλες τα θεωρούν πριγκίπισσες… αγόρια που δεν έδειξαν ποτέ την τρυφερότητα τους, από φόβο, και άλλα σκληρά, νταήδες.

κορίτσια που φοβούνται να εκφρασθούν γιατί μπορεί τα αγόρια να τα παρεξηγήσουν και αγόρια που φοβούνται να εκφρασθούν γιατί μπορεί τα κορίτσια να τα παρεξηγήσουν.

κάποια από αυτά παίζουν στις κούνιες… αργά, χωρίς ρυθμό… απλά κουνιούνται.

άλλα στοιβάζονται μπροστά σε μια τεράστια τσουλήθρα… και ένα-ένα βουτούν… και καταλήγουν όλα στην ίδια βαρετή άμμο.

υπάρχει όμως ένα παιδί, ένα κορίτσι, που το βλέμμα του με μαγεύει… που θαρραλέα με κοιτά στα μάτια. που δεν φοβάται να μου πει τι θέλει… που δεν κουράζεται να απαιτεί. μου λέει πως είμαι ωραίος, πως θέλει να είναι μαζί μου, να παίζει μόνο με εμένα στην αλάνα, να κλαίει στην αγκαλιά μου και να τσακώνεται με όποιους και όποιες με πειράζουν… και όταν μεγαλώσουμε να με ερωτευτεί κι όλος μου ο κόσμος να ‘ναι στα μάτια της… κι όλο μου κάνει δώρα… γλειφιτζούρια, μπάλες, κι άλλα παιχνίδια. και έχω και εγώ δώρα να της δώσω. κι όλο ψάχνω την τσάντα της να δω τι νέο μου έχει φέρει.

μα μερικές φορές στεναχωριέται. νομίζει πως πρέπει κάτι να αλλάξει… ή και να σταματήσει. και θέλει καιρό να ηρεμήσει… μα όταν όμως της περάσει, τότε ακούς το γέλιο της ξανά, και θέλει πάλι να παίξει μαζί μου και να με γεμίσει δώρα. το Δώρο μου είναι αυτή.


κι είναι ωραίο να βλέπεις αυτό το κοριτσάκι να μεγαλώνει, να γίνεται κοπέλα, μια όμορφη γυναίκα.


στο πιο όμορφο κοριτσάκι της αλάνας.