Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία...
Δέκα εκατομμύρια οι απαντήσεις στην ερώτηση τούτη, που την αποστηθίζαμε στο σχολείο στιχουργημένη. Οσες και οι κάτοικοί της δηλαδή, αν εξαιρέσουμε τα νήπια. Συν πέντε εκατομμύρια, πάνω κάτω, όσοι οι εκτός Ελλάδας Ελληνες όλων των γενεών. Συν ένα εκατομμύριο οι απαντήσεις των νέων «ελληνισταρίων», όσων μετανάστευσαν στον τόπο μας από γειτονικές ή πολύ μακρινές χώρες και μετέχουν πια στην εν γένει παιδεία μας, πολλοί με την ελπίδα να ριζώσουν. Οχι, δεν νομίζω πως υπάρχει μία και μόνη απάντηση στην οποία να συμφωνούμε όλοι, όπως πιστοποιεί άλλωστε η αδιάκοπη ιδεολογική αντιδικία για την έννοια του σημείου «ελληνικότητα». Με άλλον τρόπο ζει, νιώθει και εννοεί την πατρίδα ο καθένας, κι αυτός ο τρόπος μπορεί ν’ αλλάξει και στο ίδιο άτομο, στη διαδρομή του· οι «θέσεις» και οι αντιλήψεις μας, κι ας μοιάζουν ακλόνητες, φυσικές, «γονιδιακές», είναι προϊόντα της Ιστορίας, και δεν παύουν να βρίσκονται σε κάποια συνάρτηση με τη θέση μας στα πράγματα, το πόστο μας, τη μοίρα μας. Διαφορετικά εννοούμε τον πατριωτισμό, το χρέος προς την πατρίδα, κατά τις ιδέες του ο καθένας, κατά τα αισθηματικά του εφόδια, αλλά και κατά τα συμφέροντά του, έστω κι αν αυτό το τελευταίο το επικαλύπτουμε συνήθως με τη ρητορική μας. Οσοι, λόγου χάρη, δοξολογούνται σαν ευπατρίδες, δεν είναι βέβαιο ότι δικαιούνται όλοι αυτόν τον τίτλο· αν, ώσπου να γίνεις «μεγάλος ευεργέτης» ή «μέγιστος χορηγός», πάτησες πάνω σε κάμποσους συνανθρώπους σου, μπορεί κάποια στιγμή να εξαγοράσεις τη δημοσιότητα και την κολακεία, αλλά συχωροχάρτι γενικής αναδρομικής ισχύος δεν γίνεται να αποσπάσεις.
Και τον «ανθελληνισμό» επίσης, πραγματικό ή πλάσμα που το δημιουργεί και το εμψυχώνει η ευερέθιστη φαντασία μας, διαφορετικά τον εννοούμε και τον αξιολογούμε. Αλλοι, όποιο κι αν είναι το περιεχόμενό του, τον κρίνουν εκ προοιμίου αδιανόητο και ηθικώς απαράδεκτο, κάτι σαν αμαρτία, ενώ άλλοι, απρόθυμοι να δεχτούν πως το δίκιο είναι πάντοτε με το μέρος μας και σε οτιδήποτε, τον χρησιμοποιούν σαν μια αφορμή για να αναρωτηθούν, να ξανασκεφτούν, συνεκτιμώντας την πιθανότητα (έστω, την πιθανότητα) να υπάρχει και κάποιο μέρος αλήθειας στην εκάστοτε «απέναντι πλευρά». Δεν γίνεται να αντιμετωπίζουμε τους άλλους με τους όρους που επιβάλλουν τα δελτία των οχτώ, τους όρους του ηθικού ψευτοπανικού και της απολίτικης καταγγελιολαγνίας, όπου ο αβρότερος χαρακτηρισμός που επιφυλάσσεται στις απόψεις των μη Ελλήνων που δεν συνάδουν με τις δικές μας είναι «προκλητικές», για να αρχίσει αμέσως έπειτα η κλιμάκωση: «σκαιές», «επονείδιστες», «ιταμές».
Ωρες ώρες σκέφτομαι ότι για όλα (ή τέλος πάντων για πολλά) φταίει εκείνο το θήτα που κουμπώνει τη λέξη «ανθεληνισμός», το οποίο ανακαλεί αυτόματα στο μυαλό μας, και ταυτόχρονα, αδιαχώριστα, τη λέξη «θαύμα» (έτσι θέλουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας στο πέρασμα της Ιστορίας) και τη λέξη «θύμα» (έτσι νιώθουμε, θύμα συνωμοσίας, όποτε ακούγεται αντίλογος σε όσα πρεσβεύουμε, έστω και ο πιο συγκροτημένος). Αν δοκιμάζαμε εναλλακτικά τη λέξη αντιελληνισμός, αποσπασμένη από τις ηθικολογικές συνδηλώσεις που φορτώσαμε στον «ανθελληνισμό», ίσως να διαβάζαμε ψυχραιμότερα και αυτοκριτικότερα τις ενστάσεις των τρίτων και να θεωρούσαμε νόμιμη τη διατύπωσή τους· και ίσως να παύαμε κάποια στιγμή να πιστεύουμε ότι ο κόσμος όλος είναι ή οφείλει να είναι μοιρασμένος σε φιλέλληνες και ανθέλληνες.
Υπάρχει λοιπόν μια «γραμμή», μια αντίληψη όχι απλώς ευδιάκριτη στο πέρασμα των χρόνων αλλά κυρίαρχη (άλλωστε αρκετές φορές έχει γίνει κρατική ιδεολογία και εκπαιδευτικό δόγμα), σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα και ο Ελληνας δεν ανήκουν στην ήπειρο της Ιστορίας αλλά στην επικράτεια του Θεού ή, και αν ακόμα ανήκουν, κατέχουν αυτονοήτως δεσπόζουσα, προνομιακή θέση: είναι το κέντρο, πέριξ του οποίου κινούνται, σαν άσημοι ετερόφωτοι δορυφόροι, οι άλλοι λαοί. Συνοπτικές διατυπώσεις της αντίληψης αυτής, που οι εκφραστές της νομίζουν ότι επικυρώνουν τη φιλοπατρία τους διογκώνοντάς τη δημαγωγικά και περίπου αυτοθαυμαζόμενοι, βρίσκει κανείς εύκολα στα γραπτά και στα πτερόεντα έπη πολιτικών, εκκλησιαστικών ανδρών, καλλιτεχνών κ.ά. Την πιο πρόσφατη «ανακεφαλαίωση» του δόγματος αυτού τη διέπραξε ο νομάρχης Θεσσαλονίκης, ένας από τους δημόσιους άνδρες που θεωρούν τον εαυτό τους μέτρο του πατριωτισμού. Μιλώντας στους ομογενείς της Βοστώνης, με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου, ο κ. Π. Ψωμιάδης είπε με τη γνωστή του επιστημονική αυτοπεποίθηση: «Το να είσαι άνθρωπος είναι θέλημα Θεού. Το να είσαι Ελληνας είναι προνόμιο της Ιστορίας». Υπάρχουν βέβαια κι άλλοι λαοί (ή ιδεολογικοί οδηγοί άλλων λαών) που πιστεύουν κάτι ανάλογο για λογαριασμό τους, οπότε η ανιστόρητη οίηση κάπως μοιράζεται, η ρήση πάντως του κυρίου νομάρχη είναι γέννημα του ίδιου συστήματος σκέψης που οδήγησε τον μακαριστό Χριστόδουλο να αποκαλέσει κατ’ επανάληψη τους Ελληνες «ευλογημένο του Κυρίου λαό». Λίγες δεκαετίες πιο πίσω, τα δελτάρια που έστελναν από τα νησιά της εξορίας οι πολιτικοί κρατούμενοι έφεραν σφραγισμένο το «μήνυμα»: «Το να γεννηθή τις Ελλην είναι θείον δώρον». Αυτό το «θείον δώρον» πάντως οι μισοί Ελληνες, οι «καθαροί», οι νικητές δηλαδή και βεβαίως πιστοί χριστιανοί, το αφαιρούσαν βίαια (και δι’ εκτελέσεων) από τους άλλους μισούς, τα «μιάσματα», τους ηττημένους, προφανώς επειδή πίστευαν ότι καμία αξία δεν έχει το να είναι ο Θεός Ελλην, όπως ακόμα ακούμε να λέγεται, αν δεν είναι ταυτόχρονα και δεξιός.
Ούτε ίχνος αυτογνωσίας δεν διαθέτει η εθνικιστική διόγκωση της έννοιας της πατρίδας, ούτε ένα νηματάκι δεν τη συνδέει με την Ιστορία. Γνωστικό, και εντέλει ωφέλιμο, είναι να βλέπεις τον τόπο σου και τους ανθρώπους του δίχως φωτοστέφανα, σκήπτρα και «προνόμια» δοσμένα από τον Θεό ή την Ιστορία. Να τον βλέπεις δίχως την κίβδηλη στίλβη της εξιδανίκευσης, με τις αντιφάσεις του, αφού αυτές είναι ο μέγας πλούτος του, ή σαν μια ζώσα τοιχογραφία με επάλληλες επιστρώσεις, όπως τον είδε ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Δώρο ασημένιο ποίημα»: «Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο // Σ’ ένα πλήθος Εξουσίες· ξένες». Κι αφού ο λόγος για αντιφάσεις, ας θυμηθούμε εδώ τρεις από τις χαρακτηριστικότερες της πρόσφατης παραγωγής, που απαντούν με τον τρόπο τους στο ερώτημα «τι ’ν’ η πατρίδα μας», υποδεικνύοντας τι δεν θέλει να είναι και τι νομίζει πως δεν είναι:
Περιστατικό πρώτο: Παρά τη μάχη για το όνομα και την τόση αναδρομική λατρεία για τους αρχαίους Μακεδόνες, που υποτίθεται ότι μας ώθησε να σκύψουμε στις πηγές της ιστοριογραφίας, στην ταινία «Μέγας Αλέξανδρος», η οποία, προς τόνωση του ηθικού, παίζεται συχνά στα κανάλια και μοιράζεται από εφημερίδες, διαβάζουμε στους υπότιλους πως ανάμεσα στους διαδόχους του Μακεδόνα στρατηλάτη υπήρξε και κάποιος «Σολούκας». Σολούκας; Κατακαημένε Σέλευκε, το δικό σου όνομα δεν ήταν φαίνεται η ψυχή σου. Περιστατικό δεύτερο: Σε αγώνα Κυπέλλου του Αρη με την Ξάνθη, κάποια στιγμή ένας παίκτης βρίσκεται στο χώμα και οι αντίπαλοί του, που βιάζονται να πετύχουν γκολ, δεν βγάζουν την μπάλα έξω. Πάραυτα αρχίζει η κλοτσοπατινάδα, εν ονόματι φυσικά του ευ αγωνίζεσθαι και της εδώ γεννήσεώς του. Περιστατικό τρίτο: Συλλαμβάνεται και κατηγορείται για αρχαιοκαπηλία ένας από τους λεγόμενους ευπατρίδες, ο πρόεδρος της «Ελληνικής Εταιρείας για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Ελληνικής Κληρονομιάς». Δεν είναι μόνο αυτά η πατρίδα μας βέβαια. Αλλά είναι και αυτά.
(του Παντελη Μπουκαλα).